-
1 Σαλαμις
v. l. Σᾰλᾰμίν - ῖνος ἥ Саламин1) остров в сев. части Саронского залива с городом того же наименования; здесь в 480 г. до н.э. греч. флот под командованием Фемистокла нанес поражение морским силам персов Hom. etc.2) город на вост. побережье Кипра, основанный, по преданию, Эантом Теламонидом Her., Isocr. -
2 Σαλαμίνα
Σαλαμίς (-ίνος) η о-в Саламин (Саронический залив) -
3 Σαλαμιν
См. также в других словарях:
σαλαμίνιος — α, ο / σαλαμίνιος, ία, ον, ΝΑ, θηλ. και ία και ος Ν, και κυπριακός τ. σελαμίνιος, ον, Α [Σαλαμίς, ῑνος] 1. αυτός που ανήκει η αναφέρεται στην νήσο Σαλαμίνα ή εκείνος που προέρχεται από την νήσο αυτή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Σαλαμινία (ενν.… … Dictionary of Greek
σαλαμιναφέτης — ὁ, Α ο προδότης τής νήσου Σαλαμίνας, αυτός, δηλαδή, που τήν εγκατέλειψε και έφυγε. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαλαμίς ῖνος + ἀφέτης (< ἀφίημι «αφήνω, εγκαταλείπω»)] … Dictionary of Greek
σαλαμινιακός — ή, όν, Α [Σαλαμίς, ῑνος] σαλαμίνιος … Dictionary of Greek